H Βραζιλία επιχείρησε να αναπτύξει το δικό της άρμα μάχης και να ενταχθεί και αυτή στις κατασκευάστριες χώρες.

Η έκδοση του EE-T1 με το αγγλικό ραβδωτό πυροβόλο L7A3 των 105 χλστ προοριζότανε για τις δικές της Ένοπλες Δυνάμεις, υποτίθεται ότι το EE-T2 θα προορίζονταν για τις εξαγωγές φορώντας το γαλλικό λειόκαννο πυροβόλο GIAT LG1.

Η πρώτη διαμόρφωση ζύγιζε περίπου 40900 κιλά, η δεύτερή ήταν βαρύτερη -στα 43700 κιλά. Επίσης ήταν εξοπλισμένες με πολυβόλα 12,7 χλστ για αντιαεροπορική προστασία και 7,62 για εγγύς προστασία. Τα άρματα είχαν αρκετά εξελιγμένα συστήματα ελέγχου πυρός (ΣΕΠ) και αντιαρματικές θωρακίσεις πολλαπλών στρώσεων για τα δεδομένα εκείνης της εποχής.

Ισχύς κινητήρα – 1040 ίπποι.
Ανώτατη ταχύτητα επι αυτοκινητόδρομου: 70 χλμ/ωρα.
Αυτονομία καυσίμου: 550 χλμ.
Πλήρωμα: 4 μέλη

Επίσης, για τους ξένους αγοραστές, όπως το Ιράκ και την Λιβύη, που αποκτήσαν μεγάλο αριθμό βραζιλιάνικών όπλων, σχεδίασαν μια έκδοση που διέθετε το σοβιετικό πυροβόλο 2A46 των 125 χλστ, αλλά δεν κατάφεραν να το φέρουν στο στάδιο του λειτουργικού πρωτότυπου.

Παρά τις επιτυχημένες δοκιμές των πρωτότυπων T1 και T2, ουδείς αγόρασε τα εν λόγω άρματα μάχης. Ως αποτέλεσμα, η εταιρεία παραγωγής χρεοκόπησε και έπαψε να υπάρχει.

Πρόσφατα, εμφανίστηκε στο διαδίκτυο ένα βίντεο, που λήφθηκε τον Οκτώβριο αυτού του έτους, είναι το μοναδικό δείγμα του EE-T2. Απ’ ότι φαίνεται το άρμα είναι λειτουργικό, αλλά ο εξοπλισμός εντός του πύργου δεν είναι λειτουργικός.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ