Οταν οι Ερυθροί Χμερ μπήκαν πριν από 47χρόνια, στις 17 Απριλίου 1975, στην Πνομ Πενχ, ο Τσουνγκ Κονγκ δεν είχε αμφιβολία ότι επρόκειτο για την αρχή ενός καθεστώτος που θα έστελνε στον θάνατο το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Καμπότζης.

Καμία μεγάλη τελετή μνήμης δεν έχει προγραμματισθεί για την επέτειο της κατάληψης της εξουσίας από ένα καθεστώς που αφάνισε δύο εκατομμύρια ανθρώπους, από την εξάντληση, τον λιμό, τις ασθένειες, τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις. Αυτό που κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα είναι η επιθυμία για λήθη. Αυτό άλλωστε θέλει και ο πρωθυπουργός Χουν Σεν, και ο ίδιος πρώην Ερυθρός Χμερ.

Εδώ και 40 χρόνια, η Πνομ Πενχ έπεφτε, χωρίς αντίσταση, έπειτα από εμφύλιο πόλεμο πέντε ετών και τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς στην Καμπότζη ενταγμένους στο πλαίσιο του πολέμου του Βιετνάμ.

Οι Αμερικανοί είχαν αποχωρήσει στις 12 Απριλίου 1975. Ο πρόεδρος Λον Νολ είχε διαφύγει από την 1η Απριλίου.

“Οι άνθρωποι επευφημούσαν, κουνούσαν σημαίες. Εγώ κυκλοφορούσα με το μηχανάκι για να δω τι γίνεται. Δεν μας περνούσε από το μυαλό η σκιά του θανάτου που ερχόταν”, θυμάται ο Τσουνγκ Κονγκ, που έχασε 16 μέλη της οικογένειάς του στα τέσσερα χρόνια του εφιάλτη που ακολούθησε.

Εκείνη την εποχή ο Τζουνγκ Κονγκ δίδασκε Γαλλικά σε ένα σχολείο το οποίο επρόκειτο να μετατραπεί σε φυλακή για τους εχθρούς ενός ακραίου μαοϊκού καθεστώτος που εγκαθίδρυσε ένα κράτος τρόμου. Σήμερα, η διαβόητη φυλακή του Τουόλ Σενγκ, γνωστή ως S-21, είναι μουσείο και τα σχολεία έρχονται να επισκεφθούν τις τάξεις του που είχαν μετατραπεί σε αίθουσες βασανιστηρίων.

“Δεν έχω ποτέ επισκεφθεί αυτό το μέρος. Περνάω από μπροστά με το αυτοκίνητο, αλλά δεν μπαίνω. Γιατί; Διότι σκέφτομαι τον τόπο αυτόν ως ένα χώρο όπου δίδασκα, όχι ως χώρο όπου φυλάκιζαν και σκότωναν”, εξηγεί ο Τσουνγκ Κονγκ, σήμερα 75 ετών και δικηγόρος ειδικευμένος στο εμπορικό δίκαιο.Στις 17 Απριλίου 1975 ήταν 31 ετών.

“Κατά τις 10.00 ή 11.00 το πρωί, οι στρατιώτες των Ερυθρών Χμερ, οπλισμένοι με τουφέκια, μάς διέταξαν να εγκαταλείψουμε την πόλη. Μάς είπαν ότι ήταν υπόθεση λίγων ημερών”. Τότε αρχίζει μία οδυνηρή οδύσσεια για τα δύο εκατομμύρια των κατοίκων της πόλης. Πίσω μένουν μόνο λίγες εκατοντάδες πρόσφυγες που έχουν καταφύγει στην πρεσβεία της Γαλλίας.

Ο Τσουνγκ Κονγκ έφυγε με ένα σακίδιο, ένα σακάκι και ένα ζευγάρι σανδάλια. Θυμάται τα πτώματα των στρατιωτών κατά μήκος των δρόμων από όπου περνούσε η πορεία.

Ξαναβλέπει μπροστά του τους ανθρώπους που κατέρρεαν από την εξάντληση, τους ασθενείς που είχαν εκδιωχθεί από τα νοσοκομεία επάνω σε φορεία και τις εγκύους που γεννούσαν στην άκρη του δρόμου. “Δεν μπορώ να ξεχάσω τα γεγονότα της 17ης Απριλίου. Ξαναβλέπω πώς περπατούσαν αυτοί οι άνθρωποι, πώς κουβαλούσαν τα υπάρχοντα ή τα παιδιά τους”.

Η πορεία του κράτησε δέκα μέρες. Στο τέλος εντάχθηκε σε μία κοοπερατίβα σε απόσταση τριάντα χιλιομέτρων από την Πνομ Πενχ, όπου έσκαβε αρδευτικά κανάλια, παρά τις κρίσεις της ελονοσίας.

Δεν κρύβει την ιδιότητα του εκπαιδευτικού, παρά το γεγονός ότι οι Ερυθροί Χμερ καταδιώκουν τους διανοούμενους στο πλαίσιο μίας μαρξιστικής κοινωνίας που θέλουν να εκκαθαρίσουν βάζοντας τους πολίτες να δουλεύουν στους αγρούς, χωρίς λεφτά, χωρίς οικογένεια.

Σήμερα, ορισμένα από τα ηγετικά στελέχη του καθεστώτος έχουν δικαστεί από το ειδικό δικαστήριο της Πνομ Πενχ, που συστάθηκε υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.

Ο Νουόν Τσιά, ιδεολόγος του καθεστώτος, 92 ετών, και ο πρώην ηγέτης της “δημοκρατικής Καμπουτσέα”, ο Χιέου Σαμφάν, 87 ετών, καταδικάστηκαν τον περασμένο Αύγουστο σε ισόβια κάθειρξη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, κυρίως κατά την αναγκαστική εκκένωση της Πνομ Πενχ. Οι ίδιοι αντιμετωπίζουν κατηγορίες και για γενοκτονία, για τους καταναγκαστικούς γάμους και για τους βιασμούς στο πλαίσιο της εγκαθίδρυσης του καθεστώτος του τρόμου.

Αλλά σε μία χώρα όπου ο ηγέτης του καθεστώτος, ο περιώνυμος Πολ Ποτ, πέθανε πριν δικαστεί, κυριαρχεί μία ατμόσφαιρα απαντοχής.

“Ακόμη και αν εκατό στελέχη των Ερυθρών Χμερ δικαστούν, αυτό δεν έχει καμία σημασία, διότι σε κάθε περίπτωση είναι ετοιμοθάνατοι“, λέει ο Τσουνγκ Κονγκ.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ