Ο «Μαύρος Καβαλάρης» όπως ήταν το προσωνύμιο που κουβαλούσε από τα ανδραγαθήματά του κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, ήταν ένας στρατιωτικός και πολιτικός που δεν έκανε ποτέ και τίποτα προς όφελός του. Είχε πάνω απ’ όλα την πατρίδα και τους Έλληνες.

Τα λάθη του ήταν αρκετά, κυρίως όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με την πολιτική, αφού ήταν περισσότερο στρατιωτικός και δεν είχε μάθει να λειτουργεί στο παρασκήνιο. Ο Νικόλαος Πλαστήρας έζησε λιτά, δεν κέρδισε τίποτα από την πολιτική και πέθανε στην «ψάθα». Ένας από τους λίγους πρωθυπουργούς που έκανε πράξη κάτι τέτοιο…

Γεννήθηκε στο Βουνέσι του νομού Καρδίτσας το 1883 και από μικρός μπήκε σε συνθήκες πολέμου. Στα 20 κατατάχθηκε εθελοντικά στον στρατό με τον βαθμό του δεκανέα. Τέσσερα χρόνια αργότερα θα πάρει μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα και το 1909 συμμετέχει ενεργά στο «Κίνημα στο Γουδί». Το 1912 αποφοίτησε από την σχολή της Κέρκυρας ως ανθυπολοχαγός.

Πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους όπου θα πάρει και το προσωνύμιο «Μαύρος Καβαλάρης» για την γενναιότητα που έδειξε αλλά και για τα σκούρα χαρακτηριστικά του. Την ίδια γενναιότητα θα επιδείξει και στον Α’ παγκόσμιο Πόλεμο. Βενιζελικός και δημοκράτης, παρά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, θα παραμείνει στο πλευρό του. Στην μικρασιατική εκστρατεία θα διακριθεί, με τους Τούρκους να τον φωνάζουν «Καρα – Πιπέρ» και το σύνταγμά του «Σεϊτάν – Ασκέρ». Δηλαδή «Στρατό του Διαβόλου».

Το σύνταγμά του μετρά λίγες απώλειες παρά την ήττα. Πέρασε στην Ελλάδα σχεδόν με τον σύνολο των στρατιωτών του αλλά και με χιλιάδες πρόσφυγες που τον ακολούθησαν. Οι αγάπη που του είχαν αργότερα, μπορεί να εξηγηθεί απ’ αυτό το γεγονός.

Έχει ηγετικό ρόλο στην «Επαναστατική Επιτροπή» και προσπαθεί να διαπραγματευθεί για την επερχόμενη συνθήκη της Λοζάννης αλλά και να βρει λύση για την στέγαση των εκατοντάδων χιλιάδων Μικρασιατών. Η πιο αμφιλεγόμενη απόφαση που πήρε, ήταν αυτή για την «Δίκη των έξι» που καταδίκασε τους στρατιωτικούς και πολιτικούς, τους πρωταίτιους της ήττας, σε θάνατο. Οι έξι εκτελέστηκαν στο Γουδί.

Κάλεσε τον Ελευθέριο Βενιζέλο να επιστρέψει από την εξορία. Πίστευε πάντα στην δημοκρατία και πως η θέση ενός στρατιωτικού είναι στον στρατώνα και όχι στην εξουσία. Το 1924 παραιτήθηκε από το στράτευμα με τον τιμητικό βαθμό του Αντιστράτηγου. Τα επόμενα 9 χρόνια θα απουσιάσει από τα κοινά.

Το 1933 μετά την ήττα του Βενιζέλου, θα προσπαθήσει να κάνει πραξικόπημα, για να μην αναλάβουν οι αντιβενιζελικοί. Το πραξικόπημα απέτυχε παταγωδώς και ο Πλαστήρας θα εξοριστεί στην Γαλλία. Εκεί θα καταδικαστεί σε θάνατο μετά την συμμετοχή του στο φιλοβενιζελικό κίνημα του 1935. Πήρε χάρη από τον Βασιλιά Γεώργιο τον Β’.

Την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, είχε μεγάλη αντιδικτατορική δράση. Η εξορία του όμως δεν τον άφησε να επιστρέψει στην Ελλάδα ούτε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο μετά την Απελευθέρωση, διορίστηκε πρωθυπουργός, ως ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να ενώσει την διχασμένη Ελλάδα μετά τα «Δεκεμβριανά». Πρωτοστάτησε στην «Συμφωνία της Βάρκιζας», αλλά τότε ένα γράμμα του ήρθε στην επιφάνεια, με το οποίο προ πενταετίας καλούσε την Ελλάδα να συνθηκολογήσει με την Ιταλία. Πολλοί τον χαρακτήρισαν προδότη. Και ο Πλαστήρας παραιτήθηκε.

Μετά την λήξη του Εμφυλίου, έγινε το πρόσωπο της εθνικής συμφιλίωσης. Το 1950 θα χριστεί πρωθυπουργός, θέση την οποία κράτησε μόλις πέντε μήνες. Σε αυτό το διάστημα προσπάθησε να καταλαγιάσει το μίσος, μειώνοντας τις διώξεις κατά των αριστερών. Η Ελλάδα χρειαζόταν να μείνει ενωμένη, την ίδια ώρα που η φτώχεια μάστιζε την μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού.

Το 1951 θα γίνει ξανά πρωθυπουργός για έναν χρόνο αυτή την φορά. Πήρε πολλά μέτρα για την οικονομική εξυγίανση της χώρας, ενώ έδωσε ψήφο και στις γυναίκες. Ήταν αντίθετος στην εκτέλεση του Μπελογιάννη.

Πάνω απ’ όλα ήταν πατριώτης. Είχε την φήμη του «φτωχού πρωθυπουργού» πράγμα που φαινόταν και από τον λιτό βίο του. Ζούσε στο νοίκι, σε ένα δυάρι και κοιμόταν σε στρατιωτικό ράντσο. Είχε απαγορεύσει στους συγγενείς του να χρησιμοποιούν το όνομα «Πλαστήρας» για προσωπικό τους όφελος. Ο αδελφός του ήταν άνεργος και όταν έκανε αίτηση για μια εργασία στο εργοστάσιο του ΦΙΞ, δίστασε να πει το όνομά του. Όταν τελικά το είπε, παρακάλεσε να μην το μάθει ο αδελφός του. Τελικά το έμαθε και τον κάλεσε έξαλλος στο σπίτι του, λέγοντας του να μην δεχθεί την δουλειά. «Αν έχεις ανάγκη, κάτσε εδώ να μοιραζόμαστε το φαγητό μου», του είπε.

Του είπαν να βάλει τηλέφωνο σπίτι του. Η απάντησή του ήταν «Η Ελλάδα πεινάει και εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;». Όταν αρρώστησε του είπαν να μην κοιμάται στο ράντσο και πως θα ήταν καλύτερα να του φέρουν κρεβάτι. Ξανά η απάντησή του ήταν αποστομωτική. «Τόσοι άνθρωποι μένουν σε παράγκες, εγώ θα έχω κρεβάτι;».

Η φυματίωση, που την «απέκτησε» από την εκστρατεία στην Μικρά Ασία, τον χτύπησε. Ως άρρωστος έπρεπε να τρώει καλά, αλλά εκείνος προτιμούσε το ψωμί, την φέτα και τις ελιές. «Τι κάνω; Σκάβω για να καλοτρώγω;», ήταν η απάντησή του σε όσους του έλεγαν πως πρέπει να εμπλουτίσει την διατροφή του.

Μετά την ήττα στις εκλογές του 1952 και την αρνητική απάντηση της αριστεράς για συνεργασία, ο Πλαστήρας καταπονημένος πεθαίνει μετά από αλλεπάλληλα καρδιακά επεισόδια, στις 26 Ιουλίου του 1953. Άφησε 216 δραχμές στην ψυχοκόρη του, που είχε έρθει από την Μικρά Ασία, μαζί με ένα χαρτονόμισμα 10 δολαρίων. Η διαθήκη του ήταν λιτή, όπως και η ζωή του: «Όλα για την Ελλάδα». Στα ατομικά του είδη βρέθηκε επίσης ένα χρεωστικό του Στρατού για ένα κρεβάτι που είχε χάσει κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής και 8 δραχμές, με τη σημείωση να δοθούν στο Δημόσιο για την αξία του κρεβατιού ώστε να μην χρωστά στην πατρίδα.

Είχε αρνηθεί να λαμβάνει σύνταξη, ενώ ο μισθός του πήγαινε πάντα σε άπορους. Ο Πλαστήρας ήταν ένας πατριώτης που παρά τα όποια λάθη του, δεν έβαλε ποτέ τον εαυτό του πάνω από την Ελλάδα και τους συμπολίτες του. Και πέθανε περήφανος, σαν «Μαύρος Καβαλάρης»…

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ