Η ελληνοτουρκική συνάντηση του Έβρου τον Σεπτέμβριο 1967 αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση βιαστικής και ελλιπώς προετοιμασμένης διπλωματικής προσπάθειας που κατέληξε σε αποτυχία. Ταυτόχρονα, υπήρξε μια σημαντική στροφή στη διαχείριση του Κυπριακού με αρνητικές βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες συνέπειες.

Η σύλληψη της πολιτικής που οδήγησε στη συνάντηση του Έβρου μπορεί να αποδοθεί σε δύο παράγοντες.

Η πρώτη παραδοχή της ηγεσίας του στρατιωτικού καθεστώτος, που προέκυψε από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, ήταν ότι μπορούσε να επιτύχει ταχύτατα την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ακολουθώντας μια διπλωματία που δεν θα υφίστατο τους περιορισμούς των κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων.

Η δεύτερη παραδοχή της ήταν ότι η Αθήνα μπορούσε να επιτύχει μια πολιτική διευθέτηση στη βάση του σχεδίου Άτσεσον του Αυγούστου του 1964, όταν ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, στο πλαίσιο αμερικανικής πρωτοβουλίας επίλυσης του Κυπριακού, είχε προτείνει την ένωση του νησιού με την Ελλάδα έναντι της εκμίσθωσης μιας έκτασης ίσης με το 5% του κυπριακού εδάφους. Αυτή η ζώνη θα χρησιμοποιείτο ως στρατιωτική βάση από την Τουρκία. Επίσης προβλεπόταν και ευρεία αυτοδιοίκηση σε περιοχές όπου πλειοψηφούσαν Τουρκοκύπριοι.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ