Πολιτικοστρατιωτικό κίνημα,  εκδηλώθηκε στην Αθήνα στις 3 Σεπτεμβρίου 1843, με σκοπό την παραχώρηση Συντάγματος από τον Όθωνα. Μέχρι τότε, ο βασιλιάς κυβερνούσε ως απόλυτος μονάρχης, χωρίς να λογοδοτεί στους υπηκόους του («ελέω θεού μοναρχία»).

Στις αρχές του 1843 είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για την εισαγωγή του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος στη χώρα μας, το οποίο προϋπέθετε την ύπαρξη Συντάγματος. Ήταν ένα αίτημα που είχε τεθεί από τα φιλελεύθερα στοιχεία του Αγγλικού και Γαλλικού Κόμματος ήδη από την εποχή του Καποδίστρια. Σύνταγμα ζητούσαν και οι παραγκωνισμένοι από τον Όθωνα πρόκριτοι και αγωνιστές του ’21, που ανήκαν κυρίως στο Ρωσικό Κόμμα και ήθελαν μέσω των κοινοβουλευτικών διαδικασιών να ακουστεί και πάλι η φωνή τους. Η ιδέα του Συντάγματος έθελγε και τις λαϊκές μάζες, που είχαν μεν μια θολή εικόνα για το τι αυτό αντιπροσώπευε, αλλά πίστευαν ότι ήταν το αναγκαίο μέσο για να λυθούν τα οξυμένα προβλήματά τους.

Το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου ήταν προϊόν συνωμοσίας τριών ανθρώπων, του  αγωνιστή και διπλωμάτη Ανδρέα Μεταξά (Ρωσικό Κόμμα), που έφερε τον τίτλο του Κόμη, του α αγωνιστή Ανδρέα Λόντου (Αγγλικό Κόμμα) και του στρατηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη (Γαλλικό Κόμμα). Αργότερα, μυήθηκαν και στρατιωτικοί, όπως ο συνταγματάρχης του Ιππικού Δημήτριος Καλλέργης, τον οποίο οι συνωμότες πέτυχαν να μεταθέσουν από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Οι αρχές είχαν πληροφορίες για επικείμενο στασιαστικό κίνημα, πήραν κάποια μέτρα, τα οποία όμως αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά.

Ο Όθων εκείνο το βράδυ δεν είχε κοιμηθεί, παρά τη συνήθειά του, και εργαζόταν στο γραφείο του. Ένας αξιωματικός των κινηματιών εισήλθε στα ανάκτορα και του ανακοίνωσε την επανάσταση του στρατού. Ο βασιλιάς απέστειλε προς τους επαναστάτες τον Υπουργό των Στρατιωτικών για να πληροφορηθεί και επισήμως τα αιτήματά τους, αλλά αυτοί τον συνέλαβαν και τον έθεσαν υπό περιορισμό. Πάντως, η βασίλισσα Αμαλία είχε φροντίσει προηγουμένως να ανακοινώσει στον σύζυγό της ότι οι επαναστάτες ζητούσαν Σύνταγμα και πολιτικές ελευθερίες. Τον συμβούλευσε, μάλιστα, να κάνει δεκτά τα αιτήματά τους.

Τότε, ο βασιλιάς αναγκάσθηκε να εμφανισθεί από ένα παράθυρο των Ανακτόρων (το τέταρτο δεξιά των Προπυλαίων της Βουλής, πάνω από το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη) και να ανοίξει διάλογο με τον έφιππο Καλλέργη, ο οποίος του εξήγησε ότι λαός και στρατός απαιτούν την άμεση σύγκληση Εθνοσυνέλευσης για την κατάρτιση Συντάγματος. Ο βασιλιάς προσπάθησε να κερδίσει χρόνο και υποσχέθηκε την εκπλήρωση του αιτήματος την επομένη. Ο Καλλέργης ήταν ανένδοτος και ζήτησε την άμεση αποδοχή του αιτήματος, ενώ αξίωσε ακόμη την παραίτηση της κυβέρνησης και τον σχηματισμό κυβέρνησης που θα απολάμβανε την εμπιστοσύνης του λαού και την αποπομπή των Βαυαρών από τη δημόσια διοίκηση, εκτός των αποδεδειγμένα φιλελλήνων.

Τελικά, ο Όθων αναγκάστηκε να αποδεχθεί τα αιτήματα των επαναστατών και τα ξημερώματα της ίδιας ημέρας υπέγραψε τα αναγκαία διατάγματα για τη σύγκληση Εθνοσυνελεύσεως. Το κίνημα, που ήταν αναίμακτο, έληξε και τυπικά γύρω στις 3 το μεσημέρι, όταν το συγκεντρωμένο πλήθος διαλύθηκε και οι στρατιώτες επέστρεψαν στη βάση τους στο Μοναστηράκι.

Σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα, στα τέλη Οκτωβρίου του 1843 θα διεξαχθούν οι πρώτες εκλογές στην Ελλάδα. Η Βουλή που θα προκύψει, συνέρχεται στις 8 Νοεμβρίου με πρόεδρο τον υπέργηρο Πανούτσο Νοταρά και αποφασίζει να λάβει το όνομα «Η της Γ’ Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις». Κύριο έργο είναι η σύνταξη του Συντάγματος, το οποίο ψηφίστηκε στις 18 Μαρτίου 1844 και αποτέλεσε τη βάση για όλα τα επόμενα.
 

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ