Τα υποβρύχια αρχικά ήταν απόλυτα συνυφασμένα με την επίθεση κατά σκαφών επιφανείας, χρησιμοποιώντας το βασικό τους όπλο αυτό της τορπίλης.

Στη συνέχεια υπήρξε το μεγάλο «άλμα» με την τοποθέτηση στα πυρηνοκίνητα υποβρύχια βαλλιστικών πυραύλων  και αργότερα πυραύλων cruise που μπορούσαν να κτυπήσουν στόχους στην αντίπαλη ενδοχώρα.  

Αυτό όμως που δεν υπήρχε ως όπλο των υποβρυχίων ήταν ο αντιαεροπορικός εξοπλισμός, με τον οποίο τα υποβρύχια θα μπορούσαν να αντιμετωπίζουν τους εναέριους κυνηγούς τους, τα ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα και αεροσκάφη. 

Το Μάιο του 2013 η τουρκική εταιρεία Roketsan και το γερμανικό κονσόρτσιουμ του IDAS (αποτελούμενο από την ThyssenKrupp Marine Systems και την Diehl BGT Defence) υπέγραψαν μνημόνιο συνεργασίας για την περαιτέρω εξέλιξη ενός πρωτοποριακού βλήματος βυθού-αέρος του IDAS (Interactive Defence and Attack System for Submarines)  και θα μπορεί για πρώτη φορά στην στρατιωτική ιστορία να καταρρίπτει αεροσκάφη και ελικόπτερα τα οποία εκτελούν ανθυποβρυχιακές αποστολές.

Στην Diehl BGT Defence συμμετέχει και η νορβηγική Nammo η οποία αναπτύσσει τον πυραυλοκινητήρα του βλήματος).

Σύμφωνα με τη συμφωνία συνεργασίας που υπεγράφη η Roketsan ανέλαβε την ευθύνη για την ανάπτυξη, πιστοποίηση και παραγωγή σειράς της πυροκεφαλής του βλήματος IDAS, την υποστήριξη των δοκιμών του συστήματος ελέγχου ενεργοποίησης (CAS: Control Actuation System), ενώ συμμετείχε στις διαδικασίες σχεδίασης συστήματος και στην παραγωγή σειράς του CAS.

Η ανάγκη για την αντιαεροπορική προστασία των υποβρυχίων έγινε έκδηλη ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ΄70, όταν και υλοποιήθηκε η πρώτη προσπάθεια εξοπλισµού  µε αντιαεροπορικούς πυραύλους.

Η προσπάθεια αυτή αφορούσε στην εγκατάσταση ενός τετραπλού εκτοξευτή φορητών βληµάτων Blowpipe (της βρετανικής Shorts) επί αναπτυσσόµενου ιστού υποβρυχίου. Όπως είναι προφανές η λογική ήταν η ύψωση του ιστού στην επιφάνεια, η πρόσκτηση και βολή υπό τυπικές συνθήκες επιφανείας και τηλεκατεύθυνση του βλήµατος, εφόσον δεν ήταν αυτοκατευθυνόµενο. 

Οι πρώτες δοκιµές έγιναν το 1972 από το βρετανικό υποβρύχιο P-427 Aeneas κλάσης Amphion. Η ιδέα που απαιτούσε την άνοδο του υποβρυχίου σε περισκοπικό βάθος δεν υιοθετήθηκε τελικά, καθώς οι ωκεάνιες επιχειρήσεις της εποχής καθιστούσαν κάτι τέτοιο περιττό και επικίνδυνο ταυτόχρονα, ενώ η απαίτηση τηλεκατεύθυνσης και η µικρή εµβέλεια του βλήµατος αύξαναν την τρωτότητα του υποβρυχίου που παρέµενε εκτεθειµένο και σε προβλέψιµη πορεία. 

Στις κλειστές θάλασσες όπως είναι το Αιγαίο, ο κάθετος ελιγµός είναι περιορισµένος, οι απειλές πυκνές και, ως εκ τούτου, η ανάγκη για ένα αντίστοιχο όπλο, ιδίως κατά ανθυποβρυχιακών ελικοπτέρων, κρίνεται ως απολύτως αναγκαία.  

Αυτό, όµως υπό την προϋπόθεση ότι το όπλο δεν θα εκθέτει το υποβρύχιο περισσότερο µε τη χρήση του, δηλαδή δεν θα απαιτεί την ανάδυση του υποβρυχίου σε βάθος περισκοπίου. 

Αυτό προϋποθέτει είτε κάποιον εύκαµπτο µηχανισµό τηλεκατεύθυνσης είτε αυτοκατεύθυνση. (Ιδανική θεωρείται η αρχή ΑΚΜΕ –Αυτόνοµη Καθοδήγηση από το Μέσο/Μηχανισµό Εκτόξευσης). 

Τα πρώτα συστήµατα που εµφανίστηκαν στον συγκεκριµένο τοµέα ήταν στις αρχές της προηγούµενης δεκαετίας. Ένα από αυτά ήταν το σύστηµα IDAS (Interactive Defence and Attack System for Submarines) βασισµένο στο βλήµα αέρος-αέρος IRIS-T µε τηλεκατεύθυνση οπτικής ίνας και εντός τορπιλοσωλήνα.

Τα βλήµατα, που έχουν απεικονιστή υπερύθρου, εκτοξεύονται ανά ένα ή σε ζεύγη και τηλεκατευθύνονται προς το στόχο, ενώ διατηρούν την ικανότητα για πλήγµατα σε χερσαίους αλλά και ναυτικούς στόχους. 

Η οπτική ίνα επιτρέπει την τηλεκατεύθυνση του βλήµατος από το υποβρύχιο από ποικιλία βαθών και ανεξάρτητα µε τους ελιγµούς αποφυγής που πραγµατοποιεί, δίνοντας µια ικανοποιητική εµβέλεια της τάξης των  20 χλµ. 

Το IDAS αναπτύχθηκε για τον εξοπλισµό των γερµανικών υποβρυχίων Type 212 και όπως αναφέρθηκε µπορούν να µεταφερθούν ανά 4 σε ένα τορπιλοσωλήνα, µε τις πρώτες παραδόσεις να αναµένονταν στα τέλη του 2014, αλλά το πρόγραµµα έχει καθυστερήσει. 

Το βλήµα IDAS είναι το πρώτο βλήµα παγκοσµίως που δίνει δυνατότητα στα υποβρύχια να εµπλέκουν εναέριους στόχους ενώ αυτά βρίσκονται σε κατάδυση, αλλά και το πρώτο βλήµα το οποίο βάλλεται απευθείας από τον τορπιλοσωλήνα χωρίς να περιέχεται σε ειδική κάψουλα. 

Εναλλακτικά το βλήµα µπορεί να εκτοξευτεί και µέσω του συστήµατος των ιστών του υποβρυχίου (TRIPLE-M mast system) αλλά αυτό δεν πρόκειται να υιοθετηθεί τουλάχιστον από τα Type 212. 

Η πρώτη δοκιµή του πραγµατοποιήθηκε το 2006, ενώ το 2008 το πρώτο βλήµα εκτοξεύτηκε από ένα υποβρύχιο Type 212A του γερµανικού Ναυτικού στη Βαλτική. 

Το Μάιο του 2013 η τουρκική εταιρεία Roketsan και το γερµανικό κονσόρτσιουµ του IDAS (αποτελούµενο από την ThyssenKrupp Marine Systems και την Diehl BGT Defence) υπέγραψαν µνηµόνιο συνεργασίας για την περαιτέρω εξέλιξη του βλήµατος κάτι που σηµαίνει πως οι Τούρκοι ενδιαφέρονται για την τοποθέτησή του στα νέα τουρκικά υποβρύχια T-214 η ναυπήγηση των οποίων βρίσκεται σε εξέλιξη.  

Το βλήµα Polyphem

Η ανάπτυξη του IDAS έχει τη βάση της στο παλαιότερο, µικρότερων δυνατοτήτων ελιγµών βλήµα τηλεκατεύθυνσης οπτικής ίνας Polyphem της Euromissile, που θα όπλιζε και υποβρύχια στη µικρή έκδοσή του (εµβέλειας 20 χλµ.). 

Το βλήµα Polyphem ήταν ένας µικρού βάρους πύραυλος καθοδηγούµενος µέσω οπτικών ινών, ενώ στην έκδοση επιφανείας-επιφανείας θα είχε εµβέλεια 60 χλµ.

Ο πύραυλος θα εκτοξευόταν µε τη βοήθεια ενός αρχικού πυραυλοκινητήρα στερεών καυσίµων και ο οποίος θα προωθούσε το βλήµα έξω από το κάνιστρο εκτόξευσης έτσι ώστε τα πτερύγια να εκταθούν µέχρι να αναλάµβανε ο κύριος κινητήρας, ένας turbojet, για να του δώσει την επιχειρησιακή του ταχύτητα.

Ο πύραυλος θα κατευθυνόταν στο στόχο του µε τη βοήθεια συνδυασµού GPS/INS ενώ στην τελική φάση της προσβολής θα είχε δυνατότητα να κατευθυνθεί στο στόχο του είτε µε τη βοήθεια υπέρυθρου αισθητήρα είτε µε µεταβίβαση των εικόνων του αισθητήρα µε MBit/s µέσω καλωδίου οπτικών ινών. 

Μια από τις εκδόσεις του ήταν και αυτή για εκτόξευση από υποβρύχια µε δυνατότητα πλήγµατος στόχων είτε επιφανείας είτε χερσαίων ενώ υπήρχαν σχέδια και µια έκδοση εναντίον ελικοπτέρων. Το πρόγραµµα ξεκίνησε το 1994 από τη Γερµανία, τη Γαλλία και την Ιταλία σταδιακά όµως εγκαταλείφθηκε από τις δύο τελευταίες και επίσηµα τερµατίστηκε το 2003. 

Το Polyphem αντικαταστάθηκε αρχικά από το σηµαντικά τροποποιηµένο αεροδυναµικά Triton, το οποίο τελικά ακυρώθηκε υπέρ του IDAS. 

Όλα τα προηγούµενα όπλα είχαν ικανότητα προσβολής και θαλάσσιων και χερσαίων στόχων και η δυνατότητα διατηρήθηκε και στο IDAS, που όµως είναι αεροδυναµικά ικανότερο ώστε να εµπλέκει σε αυξηµένη εµβέλεια κινηµατικά ικανότερους ιπτάµενους στόχους (όπως, για παράδειγµα, ΑΦΝΣ υψηλότερων επιδόσεων, της κατηγορίας του S-3 Viking). 

Η γερµανική εµµονή στην προσβολή θαλάσσιων και χερσαίων στόχων από το αντιαεροπορικό βλήµα βασίζεται στην πείρα τους στις κλειστές θάλασσες (για παράδειγµα Βαλτική) και στο εξαγωγικό πεδίο που αφορά κυρίως παράκτια (κλειστά ή µη) ύδατα. 

Σε τέτοιες περιπτώσεις εµφανίζονται ελαφρά ανθυποβρυχιακά σκάφη (κορβέτες, κανονιοφόροι και περιπολικά, όπως για παράδειγµα τα τουρκικά περιπολικά ΥΤΚΒ-400) µε ανθυποβρυχιακές ρουκέτες, τορπίλες και βόµβες που δεν µπορούν να πληγούν εύκολα µε µείζον αντιπλοϊκό βλήµα όπως Harpoon, Exocet από το υποβρύχιο. 

Είναι απίθανο να εντοπιστούν έγκαιρα λόγω των µικρών αποστάσεων σε κλειστές θάλασσες, είναι δύσκολο να στοχοποιηθούν για βολή µεγάλου βλήµατος, αλλά και αντι-οικονοµικό να βληθούν από τόσο ισχυρά και µακράς εµβέλειας όπλα. Επιπλέον, η προσβολή τους µε τορπίλη µπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνα αργή αν όχι δυσχερής υδρογραφικά. 

Οι στόχοι εδάφους µπορεί να είναι είτε παράκτιες συστοιχίες ανθυποβρυχιακών τορπιλών και ρουκετών, κατά το σουηδικό πρότυπο, είτε παράκτια φυλάκια ελέγχου και τηλεπυροδότησης ναρκών. Για όλους αυτούς τους στόχους, ένα υποβρύχιο δεν µπορεί, λόγω χώρου, αλλά και πολυπλοκότητας των διαδικασιών επαναγέµισης, να φέρει εξειδικευµένα όπλα. Χρειάζεται όπλα γενικής χρήσης. 

Οι αµερικανικές και γαλλικές προσπάθειες 

Η αµερικανική τάση εξερεύνησε για ένα διάστηµα  τη χρήση πλήρως αυτοκατευθυνόµενων βληµάτων θερµικής απεικόνισης ΑΙΜ-9Χ, τυπικά αέρος-αέρος, από κυλίνδρους κάθετης εκτόξευσης που χρησιµοποιούνται από τα επιθετικά υποβρύχια (SSN) κλάσης Los Angeles για εκτόξευση βληµάτων πλεύσης χερσαίας κρούσης Tomahawk. 

Το ίδιο είχε εξεταστεί και για τα τροποποιηµένα πυραυλοφόρα υποβρύχια κλάσης Ohio (SSGN) προκειµένου να  φέρουν αντίστοιχα το βλήµα στους σωλήνες εκτόξευσης βαλλιστικών βληµάτων που έχουν τροποποιηθεί για βολή µη στρατηγικών βληµάτων, αλλά µέχρι τώρα το αµερικανικό Ναυτικό δεν έχει υλοποιήσει κάτι σχετικό. 

Τα ΑΙΜ-9Χ θα βρίσκονται εντός κατάλληλου υδατοστεγούς κάνιστρου µέχρι να εξέλθουν στην επιφάνεια (όπως γίνεται µε ποικιλία πυραυλικών όπλων υποβρύχιας εκτόξευσης) και η πρόσκτηση στόχου θα εξασφαλίζεται από το ευρύτατο πεδίο έρευνας της ατενίζουσας διάταξης απεικόνισης υπερύθρου που διαθέτουν. 

Οι Γάλλοι υιοθετούν ενδιάµεση λύση: προκρίνουν, όπως και οι Αµερικανοί, δύο βλήµατα, ένα για κάθε έκδοση, πλήρως αυτοκατευθυνόµενα και θερµικής καθοδήγησης, για προσβολή εναερίων στόχων αποκλειστικά, και όχι για κάθε είδους στόχο όπως πράττουν οι Γερµανοί.

Το σύστηµα που αναπτύσσει η DCNS ονοµάζεται A3SM και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά την έκθεση Euronaval το 2012. Αυτό θα προσφέρεται σε δύο εκδόσεις: Μια έκδοση για βολή µέσω ιστού του υποβρυχίου που θα χρησιµοποιεί το αντιαεροπορικό βλήµα Mistral και µια για βολή ενόσω το υποβρύχιο βρίσκεται σε κατάδυση και η οποία θα χρησιµοποιεί το βλήµα αεροµαχίας MICA IIR. Στην έκδοση για βολή από ιστό το διαµέρισµα που θα στεγάζει τα δύο ή περισσότερα (δεν έχει διευκρινιστεί ακόµη ο ακριβής αριθµός) βλήµατα θα είναι απόλυτα υδατοστεγές µέχρι και το µέγιστο βάθος κατάδυσης του υποβρυχίου. Το κάνιστρο θα είναι τοποθετηµένο σε ιστό κοντά στον κύριο ιστό του σκάφους. 

Με την εµφάνιση του ελικοπτέρου (το σύστηµα προορίζεται κυρίως κατά ελικοπτέρων) το υποβρύχιο θα αναδύεται σε περισκοπικό βάθος, το κάνιστρο θα στρέφεται κατά 90 µοίρες από κάθετη σε οριζόντια θέση και θα εξαπολύεται ο πύραυλος ή οι πύραυλοι κατά ενός ή και δύο ξεχωριστών στόχων. 

Η υποβρύχια εκτοξευόµενη έκδοση θα περιέχει ένα βλήµα σε µια κάψουλα πανοµοιότυπη µε τις διαστάσεις µιας τορπίλης η οποία θα εξαπολύεται από οποιοδήποτε βάθος και θα µπορεί να φτάνει σε ύψος λίγων µέτρων πάνω από την επιφάνεια. Στη συνέχεια θα εκτοξεύεται το βλήµα µέσα από την κάψουλα η οποία θα είναι ταυτόσηµη µε το χρησιµοποιούµενο για τη βολή SM-39 Exocet. 

H επιλογή βολής από τορπιλοσωλήνα είναι παρόµοια µε τη γερµανική, αλλά κάθε κάνιστρο θα φέρει ένα µόνο βλήµα στο γαλλικό σύστηµα, περιορίζοντας σηµαντικά τον αριθµό όπλων που φέρονται ανά αποστολή από το υποβρύχιο για δεδοµένο αριθµό αντιαεροπορικών εµπλοκών.

Αντίθετα, το γερµανικό σύστηµα τετραπλασιάζει τον αριθµό αντιαεροπορικών εµπλοκών ανά όγκο όπλων πλήρους µεγέθους, αλλά δυσχεραίνει την επαναγέµιση του τορπιλοσωλήνα, καθώς πρέπει να βληθούν και τα 4 για να επαναγεµίσει, ή να αφαιρεθεί ένα, δύο ή τρία έτοιµα προς βολή βήµατα, για αν αντικατασταθούν από άλλο όπλο. 

Η ικανότητα ελιγµών –τόσο του αµερικανικού όσο και του γαλλικού βλήµατος– οδηγεί στο συµπέρασµα ότι µόνο επιθετικά ελικόπτερα κατάλληλα τροποποιηµένα θα µπορούν να επιβιώσουν στο άµεσο µέλλον και να εκτελέσουν την ανθυποβρυχιακή αποστολή. Το σύστηµα προορίζεται για τον εξοπλισµό των υποβρυχίων κλάσης Scorpene, αν και πιστεύεται ότι θα µπορεί να τοποθετείται σε συµβατικά υποβρύχια του ίδιου µεγέθους, όπως το Type 214. 

Από την πλευρά τους οι κατασκευαστές ανθυποβρυχιακών αεροσκαφών αναµένεται να τροποποιήσουν και αυτοί ανάλογα τον εξοπλισµό των αεροσκαφών τους όπως προ δεκαπενταετίας προέβλεψαν οι Ρώσοι µε το Su-32FN. Καθόλου τυχαία, η Lockheed-Martin δοκίµασε, στις αρχές του 2007, βολή από ΑΦΝΣ P-3C Orion του Ναυτικού των ΗΠΑ του συστήµατος HAAWC (δηλαδή ελαφρά Α/Υ τορπίλη Mk 54 των 324 χλστ. φερόµενη από τροποποιηµένη συλλογή ανεµοπορίας µε δορυφορική και αδρανειακή καθοδήγηση Longshot). 

Η άφεση έγινε από ύψος 8.000 ποδών µε σαφή την πρόθεση βολών τορπιλών από ΑΦΝΣ εκτός των παραµέτρων των αµυντικών συστηµάτων των υποβρυχίων. Το µόνο αµυντικό σύστηµα υποβρυχίου στο εγγύς µέλλον θα είναι οι αντιαεροπορικοί πύραυλοι που αναφέρθηκαν. 

Φυσικά, ούτε τα 8.000 πόδια είναι ύψος ασφαλείας, ούτε το σύστηµα προορίζεται µόνο για ΑΦΝΣ, αφού τα βάρη (η Mk 54 ζυγίζει µόλις 231 κιλά) επιτρέπουν άνετα τη µεταφορά από µαχητικά αεροσκάφη, που θα δέχονται δεδοµένα βολής από άλλες πλατφόρµες εντοπισµού και στοχοποίησης. 

Καθώς η τυπική πλατφόρµα Longshot χρησιµοποιείται βασικά για όπλα των 500 και των 1.000 λιβρών, και προσδίδει εµβέλεια κατολίσθησης έως 80 χλµ., είναι αντιληπτό ότι το όπλο ανήκει στην κατώτερη κλάση, παρά τις τροποποιήσεις της συλλογής, και, ως εκ τούτου, βάλλεται εκτός οριζόντιου βεληνεκούς των Α/Α συστηµάτων των υποβρυχίων.

Αυτό δίνει παράταση ζωής στα ΑΦΝΣ µεγάλου µεγέθους, παρά τη δυνατότητα βολής και από τυπικά µαχητικά, αλλά δηµιουργεί ερωτηµατικά σε σχέση µε τις δυνατότητες εντοπισµού και σκόπευσης. Σε επιτηρούµενες περιοχές (για παράδειγµα παράκτια ύδατα), τοποθετηµένα για πρώτη φορά υδρόφωνα και ηχοσηµαντήρες επιλύουν αυτό το θέµα, αλλά σε ανοικτές θάλασσες το πρόβληµα φαίνεται δυσεπίλυτο.

Επιγραµµατικά 

Σε κάθε περίπτωση η υιοθέτηση αντιαεροπορικών βληµάτων από υποβρύχια αναµένεται να φέρει ανατροπή στο ναυτικό πεδίο της µάχης. Το άλλοτε ανήµπορο για ενεργητική άµυνα εναντίον απειλών από τον αέρα υποβρύχιο ίσως βρεθεί σε θέση κυνηγού αντί για κυνηγηµένου. 

Βέβαια κύριος στόχος των βληµάτων αυτών είναι ελικόπτερα τα οποία χρησιµοποιούν το ποντιζόµενο σόναρ για να ανακαλύψουν το υποβρύχιο και όχι ανθυποβρυχιακά αεροσκάφη τα οποία χρησιµοποιούν ηχοσηµαντήρες και πετούν σε σχετικά µεγάλο ύψος και µε µεγάλη ταχύτητα. 

Αυτό δεν σηµαίνει ότι θα είναι απρόσβλητα από τα βλήµατα των υποβρυχίων αλλά το κυριότερο πρόβληµα στην ανάπτυξη των βληµάτων αυτών είναι η ικανότητα του υποβρυχίου να εντοπίζει τον εναέριο στόχο. 

Για να γίνει αυτό θα πρέπει το υποβρύχιο να βρίσκεται για κάποιο διάστηµα σε βάθος περισκοπίου έτσι ώστε να µπορεί να παρέχει µια συγκεκριµένη διόπτευση στο βλήµα και όχι να το ρίχνει στα τυφλά. 

Φυσικά τα βλήµατα θα πρέπει να είναι αυτόνοµης καθοδήγησης καθώς δεν υπάρχει καµία δυνατότητα καθοδήγησης από το σκάφος, ιδιαίτερα όταν ατό βρίσκεται σε κατάδυση καθώς οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη για αυτό. 

Όµως και µόνο η γνώση ότι το υποβρύχιο διαθέτει αντιαεροπορικά βλήµατα θα αλλάξει πολλά στο προφίλ πτήσης των ελικοπτέρων για να καλύψουµε το µέτωπο και στην Κύπρο. 

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ