Oι Αμερικανοί αναγνώρισαν επίσημα ότι στο Αφγανιστάν υπέστησαν μια οδυνηρή ήττα και έχασαν τον πόλεμο μετά από είκοσι χρόνια στρατιωτικών επιχειρήσεων.

Την παραδοχή την έκανε ο ίδιος ο επικεφαλής του γενικού επιτελείου εθνικής άμυνας των ΗΠΑ, ο στρατηγός Μαρκ Μίλεϊ, κατά τη διάρκεια κατάθεσής του ενώπιον κοινοβουλευτικής επιτροπής, έναν μήνα μετά το χαοτικό τέλος της αμερικανικής επέμβασης στη χώρα της Ασίας.

https://youtu.be/dMgYVuNiItA

Πρόκειται για μία ήττα ανάλογου μεγέθους με αυτήν του Βιετνάμ και στην πραγματικότητα και τα αποτελέσματα στο Ιράκ και εν μέρει και στην Συρία αποτελούν επίσης αμερικανικές ήττες.

Οι ΗΠΑ είναι σαφές ότι δεν διαθέτουν πλέον τις δυνάμεις και τους πόρους για να βρίσκονται παντού και για αυτό το λόγο έλαβαν την απόφαση να επικεντρωθούν στον Ειρηνικό ωκεανό όπου θεωρούν πως μπορούν να διατηρήσουν μια έστω αδύναμη παγκόσμια ηγεμονία.

Η Μέση Ανατολή είναι εξίσου σημαντική καθότι πλέον Ρώσοι και Κινέζοι ολοκλήρωσαν τον έλεγχο της Rimland που προστατεύει την Heartland και πλέον μπορούν να συμμετέχουν ως ισοδύναμοι σε ένα παγκόσμιο πολυπολικό σύστημα εξουσίας.

«Είναι ξεκάθαρο και αυταπόδεικτο για όλους μας ότι ο πόλεμος στο Αφγανιστάν δεν τερματίστηκε με τους όρους που θα επιθυμούσαμε, καθώς οι Ταλιμπάν βρίσκονται στην εξουσία στην Καμπούλ», ανέφερε ο στρατηγός Μίλεϊ κατά τη διάρκεια ακρόασης ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων.

«Όποτε συμβαίνει κάτι όπως ένας χαμένος πόλεμος — και ήταν, με την έννοια ότι επιτύχαμε τον στρατηγικό μας στόχο να προστατεύσουμε την Αμερική έναντι της Αλ Κάιντα, αλλά είναι βέβαιο πως η τελική κατάσταση είναι πολύ διαφορετική από αυτή που θα επιθυμούσαμε (…) όποτε συμβαίνει κάτι τέτοιο, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που το εξηγούν», είπε, σημειώνοντας πως η «στρατηγική αποτυχία» αποτελούσε «συνέπεια σειράς στρατηγικών αποφάσεων που ανάγονται στο μακρινό παρελθόν».

Αναφέρθηκε ειδικά στις χαμένες ευκαιρίες να αιχμαλωτιστεί ή να σκοτωθεί ο ηγέτης της Αλ Κάιντα, ο Οσάμα μπιν Λάντεν, λίγο καιρό μετά την έναρξη της αμερικανικής επέμβασης στο Αφγανιστάν το 2001, στην εισβολή στο Ιράκ το 2003 η οποία είχε σημάνει την αναδιάταξη μεγάλου αριθμού στρατιωτικών, την αποτυχία της Ουάσινγκτον να αποτρέψει το Πακιστάν να γίνει «ασφαλές καταφύγιο» για τους Ταλιμπάν και την απόσυρση στρατιωτικών συμβούλων στις αφγανικές στρατιωτικές μονάδες τα τελευταία χρόνια.

Η αμερικανική επέμβαση, σε αντίποινα για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, μετατράπηκε σε τεράστιο εγχείρημα ανοικοδόμησης της χώρας για να αποφευχθεί η επάνοδος των Ταλιμπάν στην εξουσία.

Αλλά αυτό ακριβώς έγινε τη 15η Αυγούστου, έπειτα από αστραπιαία προέλαση των ισλαμιστών ανταρτών.Η κατάρρευση του στρατού και της κυβέρνησης του Αφγανιστάν επέσπευσε τις επιχειρήσεις απομάκρυνσης των αμερικανών στρατιωτικών και των αφγανών πολιτών που συνεργάστηκαν μαζί τους, οι οποίες σημαδεύτηκαν από την πολύνεκρη επίθεση των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους στο αεροδρόμιο της Καμπούλ.

Την Τρίτη, κορυφαίοι αξιωματικοί του Πενταγώνου παραδέχθηκαν ενώπιον της Γερουσίας ότι υποτίμησαν πόσο μεγάλη ήταν η πτώση του ηθικού του αφγανικού στρατού, μετά τη συμφωνία που υπέγραψαν τον Φεβρουάριο του 2020 η κυβέρνηση του τότε προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και οι Ταλιμπάν.

Η συμφωνία προέβλεπε την απόσυρση όλων των ξένων στρατιωτικών από το Αφγανιστάν ως την 1η Μαΐου 2021 με αντάλλαγμα εγγυήσεις για την ασφάλεια και την έναρξη απευθείας διαπραγματεύσεων ανάμεσα στους ισλαμιστές αντάρτες και τις αρχές στην Καμπούλ, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει.

Παρά την παντελή απουσία απτής προόδου στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των αντίπαλων αφγανικών μερών, ο Τζο Μπάιντεν αποφάσισε να τηρήσει τη συμφωνία, αναβάλλοντας ωστόσο προθεσμία της αποχώρησης του αμερικανικού στρατού ως την 31η Αυγούστου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ