Σχηματίζεται μπροστά μας μία εποχή που μέχρι τώρα την φανταζόμασταν στο κόμικ του Δικαστή Ντρεντ.

Ένα μέλλον με στρατιές αποτελούμενες από λίγες χιλιάδες άνδρες άριστα εκπαιδευμένων (η εκπαίδευσή τους θα στοιχίζει πολλά εκατομμύρια δολάρια) και κυρίως από μη επανδρωμένες αυτόνομες μονάδες σε αέρα, θάλασσα και ξηρά, δηλαδή από ρομπότ.

Οι ανθρώπινες απώλειες θα λιγοστέψουν και ο πόλεμος πλέον θα είναι σύγκρουση θελήσεων.

Αν όμως η ισχύς πυρός εξασκηθεί κατά αμάχων, τα αποτελέσματα θα είναι φρικιαστικά.

Το αμερικανικό Ναυτικό έχει επενδύσει σημαντικά κονδύλια και έρευνες στην εξέλιξη μη επανδρωμένων πλοίων, με σημαντικά αποτελέσματα έως τώρα (π.χ. με πλοία να κάνουν δοκιμές μεγάλης ακτίνας δράσης). 

Η πρόσφατη όμως δοκιμή εκτόξευσης ενός αντιβαλλιστικού πυραύλου SM-6 από το μη επανδρωμένο σκάφος USV Ranger είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο: καθώς προχωρεί σημαντικά στη δημιουργία μη επανδρωμένων ναυτικών πλατφορμών με οπλικό φόρτο.

Το USV Ranger εφοδιάστηκε με ένα τετραπλό ανασυρόμενο εκτοξευτή SM-6 (σε μορφή container) και η εκτόξευση έγινε με τηλεχειρισμό.

Το Ranger μαζί με το πλοίο Nomad έχουν κατασκεαυστεί στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος Ghost Fleet Overlord, για εκτεταμένες δοκιμές μη επανδρωμένων πλοίων σε πολλαπλούς ρόλους. 

Και τα δύο σκάφη είχαν πετύχει να κινηθούν πάνω από 4.000 ναυτικά μίλια σε αυτόνομη πορεία (ξεκινώντας από τον Κόλπο του Μεξικού, περνώντας τη διώρυγα του Παναμά και φθάνοντας στην Καλιφόρνια, ταξίδι όπου έγινε με το 98% του πλου χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση).

Αυτή την περίοδο και μέχρι τις αρχές του 2022 διεξάγεται η δεύτερη φάση του προγράμματος, με δοκιμές διαφόρων φορτίων, όπλων, ραντάρ και αισθητήρων, ενώ ακόμη δύο σκάφη κατασκευάζονται για να προστεθούν στο όλο πρόγραμμα.

Η αμερικανική πρόθεση είναι μέσα στις επόμενες δεκαετίες το Ναυτικό της χώρας να ξεκινήσει να προμηθεύεται μεγάλους αριθμούς (πάνω από 100) μη επανδρωμένα πλοία ώστε να καλύψει τις ανάγκες του για ένα στόλο που να μπορεί να ανταγωνιστεί τον κινεζικό που αυξάνεται συνεχώς.

Το ζήτημα για τις ΗΠΑ είναι τριπλό: Πρώτον ότι στα επόμενα χρόνια προβλέπεται να αποσυρθούν δεκάδες πλοία (περίπου 70) τα οποία έχουν γύρω στα 5.500 κελιά κάθετης εκτόξευσης αντιαεροπορικών πυραύλων (SM-2, SM-3, SM-6) αλλά και πυραύλων Tomahawk και ανθυποβρυχιακών ρουκετών.

Για αντικατάσταση τους θα παραχθούν νέα αντιτορπιλικά και φρεγάτες (Arleigh Burke, Constellation κ.ο.κ.) αλλά με σημαντικά λιγότερα κελιά, περίπου 2.000. Έτσι δημιουργείται ένα «κενό» περίπου 3.000 κελιών εκτόξευσης που υπονομεύει σημαντικά τις δυνατότητες κρούσης.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι αυτό της επάνδρωσης. Τα μεγάλα σκάφη θέλουν μεγάλο σε αριθμό προσωπικό για να λειτουργήσουν, όχι μόνο ναύτες και αξιωματικούς αλλά και συνεργεία επισκευών.

Εδώ το κόστος, για ένα πλήρως επαγγελματικό Ναυτικό όπως το αμερικανικό είναι σημαντικό και με βάθος χρόνου (αν υπολογίσει κανείς το κόστος συνταξιοδότησης, περίθαλψης, στέγασης, εκπαίδευσης, κ.λπ.).

Κάτι που συνεχώς αυξάνεται καθώς το Ναυτικό προσπαθεί να προσελκύσει νέους να ενταχθούν στις τάξεις τους. Τέλος, το τρίτο ζήτημα είναι αυτό του γενικότερου κόστους κατασκευής νέων σκαφών, που επίσης διογκώνεται συνεχώς και είναι μάλλον ανεξέλεγκτο, τόσο σε στάδιο ναυπήγησης όσο κυρίως στη συντήρηση.

Έτσι ένας μελλοντικός στόλος που θα έχει αξιόλογο μερίδιο, απλών στην κατασκευή, μη επανδρωμένων σκαφών, αλλά με κελιά κάθετης εκτόξευσης, που θα λειτουργούν ως συνοδευτικά στολίσκων ή και τελείως αυτόνομα σε μακρινές αποστολές υπόσχεται και φθηνό κόστος ναυπήγησης και φθηνή συντήρηση και ελάχιστο προσωπικό και αναλώσιμα πλοία σε πιθανή σύγκρουση.

Σε αυτή την πορεία λοιπόν η συγκεκριμένη δοκιμή, δείχνει πόσο έχει εξελιχθεί η τεχνολογία ενσωμάτωσης κρίσιμων οπλικών συστημάτων σε μη επανδρωμένα που μπορεί να διεξάγουν μεγάλης ακτίνας δράσης αποστολές, παραμένοντας και ιδιαίτερα συμπαγή σε μέγεθος.

Βέβαια και οι Ρώσοι και οι Κινέζοι στρέφονται προς τέτοιες κατευθύνσεις για να ισοφαρίσουν την όποια αμερικανική κίνηση.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ