Τον δρόμο για τις φυλακές της Σιβηρίας πήραν οι καταδικασθέντες του νεοναζιστικού τάγματος «Αϊντάρ»
Ανακοινώθηκαν οι ποινές τους από το στρατιωτικό δικαστήριο του Ροστόφ

Η μεγαλύτερη δίκη μελών του νεοναζιστικού ουκρανικού τάγματος «Αϊντάρ» και μία από τις μεγαλύτερες εναντίον νεοναζί γενικά σε ευρωπαϊκό έδαφος τις τελευταίες δεκαετίες, ολοκληρώθηκε την Παρασκευή (17/10) στη Ρωσία, με το στρατοδικείο του Ροστόφ να καταδικάζει 15 νεοναζί σε ποινές φυλάκισης από 15 έως 21 έτη, ποινές που θα εκτίσουν σε φυλακές στην Σιβηρία.
Το τάγμα έχει κατηγορηθεί, για εγκλήματα πολέμου εναντίον ρωσόφωνων αμάχων στο Ντονμπάς, κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην Ουκρανία, ο οποίος ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2014, περίπου δύο μήνες μετά το πραξικόπημα του Μαϊντάν τον Φεβροιυάριο του ίδιου χρόνου.
15 Neo-Nazis SENTENCED
Militants of the Ukrainian nationalist battalion Aidar charged with TERRORISM — most receiving from 15 to 21 years behind bars
Rostov-on-Don trial footage from Mash pic.twitter.com/2RLNNDjXer
— Ignorance, the root and stem of all evil (@ivan_8848) October 17, 2025
Η δίκη ξεκίνησε το 2023. Αρχικά, εμπλέκονταν 18 άτομα, αλλά η υπόθεση εναντίον τριών κατηγορουμένων αργότερα διαχωρίστηκε σε ξεχωριστή διαδικασία. Μόνο δύο από τους κατηγορούμενους δήλωσαν ένοχοι. Οι υπόλοιποι 13 σχεδιάζουν να ασκήσουν έφεση κατά των ποινών, καθώς πιστεύουν ότι δεν διέπραξαν κανένα έγκλημα.
Σε επίσημη ανακοίνωση αναφέρεται, ότι «το Στρατιωτικό Δικαστήριο της Νότιας Περιφέρειας στο Ροστόφ επί του Ντον καταδίκασε 15 μέλη του Εθνικιστικού Τάγματος «Αϊντάρ» (που έχει χαρακτηριστεί τρομοκρατική οργάνωση και έχει απαγορευτεί στη Ρωσία) σε ποινές φυλάκισης από 15 έως 21 έτη».
Σύμφωνα με τις ρωσικές δικαστικές αρχές, οι κατηγορούμενοι υπηρέτησαν στο τάγμα σε διάφορες χρονικές περιόδους, από τον Αύγουστο του 2014 έως τον Μάρτιο του 2022. Τα καθήκοντά τους περιλάμβαναν κατασκοπεία κατά της Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονιέτσκ, τη μετάδοση πληροφοριών στη διοίκηση και τη συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις στο Ντονιέτσκ.
Επιπλέον, έξι από τους καταδικασθέντες, σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, συμμετείχαν σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον στρατευμάτων των ΛΑϊκών Δημοκρατιών του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ, ακόμη και πριν ενταχθούν στις ειδικές παραστρατιωτικές ουκρανικές δυνάμεις.
Οι καταδικασθέντες κατηγορήθηκαν βάσει διαφόρων άρθρων ανάλογα με τον ρόλο και το επίπεδο εμπλοκής τους: οργάνωση ή συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση, βίαιη κατάληψη ή διατήρηση της εξουσίας και εκπαίδευση για σκοπούς τρομοκρατικής δραστηριότητας.
Σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο TASS, η δίκη των παραπάνω ξεκίνησε στο Ντονιέτσκ και συνεχίστηκε από την ρωσική στρατιωτική δικαιοσύνη.
Όπως διευκρίνισε το πρακτορείο, τα ρωσικά δικαστήρια είχαν προηγουμένως εκδικάσει υποθέσεις εναντίον μεμονωμένων μελών αυτού του νεοναζιστικού τάγματος, αλλά αυτή ήταν η πρώτη φορά που εκδικαζόταν μια τόσο μεγάλης κλίμακας δίκη στη Ρωσία.
Η δίκη ξεκίνησε στις 25 Ιουλίου. Στην ακροαματική διαδικασία στις 29 Αυγούστου, δύο κατηγορούμενοι δήλωσαν ένοχοι.
Μια μάρτυρας υπεράσπισης, η μητέρα ενός από τους κατηγορούμενους, κατέθεσε ότι ο γιος της είχε υπογράψει σύμβαση με τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις για να κερδίζει χρήματα για ιατρική περίθαλψη.
«Είχε τοποθετηθεί στο Αϊντάρ, αλλά έφερε αντίρρηση επειδή ήταν τρομοκρατική οργάνωση. Ένα χρόνο αργότερα επέστρεψε και είπε ότι είχε απολυθεί επειδή δεν υπάκουσε σε εντολές και έφυγε ο ίδιος από τη μονάδα. Με την έναρξη της Δεύτερης Στρατιωτικής Επιχείρησης (σσ: εννοεί την εισβολή της Ρωσίας τον Φεφρουάριο του 2022), αυτός και εγώ διανείμαμε ανθρωπιστική βοήθεια σε ανθρώπους στη Λαϊκή Δημοκρατία του Λουγκάνσκ. Λίγο αργότερα, ήρθαν άτομα από το γραφείο της διοίκησης και τον πήραν μακριά», σημείωσε η γυναίκα.
Σύμφωνα με το TASS, οι περισσότεροι από τους καταδικασμένους νεοναζί μαχητές εκπαιδεύτηκαν στο κέντρο εκπαίδευσης «Γιαβορόβσκι Πολιγκόν των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων στο χωριό Σταρίτσι, στην περιοχή του Λβοβ, μεταξύ 2019 και 2022. Στη συνέχεια εντάχθηκαν στο 24ο Τάγμα Εφόδου Αϊντάρ, όπως ανέφερε το RT.
Ο «βετεράνος»
Οι περισσότεροι από τους κατηγορούμενους υπέγραψαν συμβόλαια με το τάγμα μεταξύ 2020 και 2021, αλλά μεταξύ αυτών που εμφανίστηκαν στο δικαστήριο είναι ένας «βετεράνος» – ο Ίγκορ Γκαϊόχα. Εντάχθηκε στο Αϊντάρ στις 14 Αυγούστου του 2014. Ξεκίνησε την θητεία του ως σκαπανέας και πυροβολητής όλμων.
Συμμετείχε ενεργά στις μάχες στο Ντονμπάς εναντίον της Λαϊκής Πολιτοφυλακής. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο νεοναζί δημοσίευε συχνά φωτογραφίες του με όπλα, πορτρέτα του Στεπάν Μπαντέρα (του πατριάρχη του ουκρανικού ναζισμού και συνεργάτη των SS στην κατεχόμενη Σοβιετική Ουρκανία) και αποσπάσματα από ιδεολόγους της UPA, της οργάνωσης που ίδρυσε ο Μπαντέρα.
Σύμφωνα με τη δικογραφία, από το 2016 έως το 2022, ο Γκαϊόχα διοικούσε μια διμοιρία σε θέσεις μάχης στο Αρτιόμοβσκ, το Μαρίνκα, το Ντζερζίνσκ και το Σεβεροντονέτσκ. Η μονάδα του συμμετείχε σε βομβαρδισμούς θέσεων πολιτοφυλακής κοντά σε χωριά και πόλεις στη στις Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονιέτσκ και του Ντονμπάς και στις 26 Μαρτίου του 2022, συνελήφθη.
Σε συνεντεύξεις με Ρώσους πολεμικούς ανταποκριτές, είπαν ότι δεν ήθελαν ποτέ να πολεμήσουν, μετανόησαν ενώπιον των κατοίκων των Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονμπάς και καταδίκασαν τις ενέργειες του Κιέβου.
Τρία άλλα καταδικασμένα άτομα σύμφωνα με τον φάκελο της υπόθεσης, υπηρέτησαν ως ελεύθεροι σκοπευτές.
Το τάγμα δημιουργήθηκε στις αρχές Μαΐου του 2014 με πρωτοβουλία του Σεργκέι Μελνιτσούκ (πρώην αρχηγός της νεοναζιστικής οργάνωσης «Αυτοάμυνα του Μαϊντάν», ενώ επανδρώθηκε από όλη τη γκάμα της ουκρανικής εθνικιστικής και ναζιστικής ακροδεξιάς, μεταξύ άλλων και της μεγαλύτερης, τότε, συμμορίας του χώρου, τον «Δεξιό Τομέα», ο οποίος έπαιξε κομβικό ρόλο στο πραξικόπημα του Μαϊντάν τον Φεβρουάριο του 2014.
Το τάγμα χρηματοδοτήθηκε από τον Ίγκορ Κολομόισκι, μιντιακό ολιγάρχη και μέντορα του νυν προέδρου της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος, τότε, είχε σόου σε ένα από τα κανάλια του Κολομόισκι.
Ο ολιγάρχης ήταν πρόεδρος της Κρατικής Διοίκησης της Περιφέρειας Ντνιπροπετρόφσκ, και η χρηματοδότηση, τόσο του «Αϊντάρ», όσο και του διασημότερου νεοναζιστικού τάγματος «Αζόφ», ξεκίνησε αρχικά από τον ίδιο, αλλά στη συνέχεια πέρασε στο κρατικό Ταμείο Εθνικής Άμυνας.
Τα επίσημα καθήκοντα του τάγματος περιλαμβάνουν την περιπολία δρόμων στην περιοχή του Λουγκάνσκ, τη διεξαγωγή επιχειρήσεων εκκένωσης περιοχών, τη διεξαγωγή αναγνωρίσεων, καθώς και την «ανάληψη του ελέγχου οικισμών» που βρίσκονταν στις εξεγερμένες περιοχές του Ντονμπάς, σε συνεργασία με μονάδες των τακτικών ενόπλων δυνάμεων της Ουκρανίας ενώ αρότερα ενσωματώθηκε στον επίσημο ουκρανικό στρατό και έλαβε χάρη για τα εγκλήματα.