H παραλαβή από την τουρκική Αεροπορία των πρώτων F-35 το 2018 –μέρος ενός συνολικού πακέτου 100 αεροσκαφών– θέτει ουσιαστικά νέα δεδομένα στο αεροπορικό ισοζύγιο ισχύος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και απειλεί να ανατρέψει ισορροπίες παγιωμένες από το 1923 και μετά.

Οι stealth ικανότητες των αεροσκαφών παρά τις εκάστοτε αντικρουόμενες εκτιμήσεις δεν μπορεί να αμφισβητηθούν. Η είσοδός τους σε υπηρεσία πρόκειται να δημιουργήσει πραγματικό πονοκέφαλο σε ολόκληρο τον εθνκό σχεδιασμό για αντιμετώπιση της απειλής.

Η Τουρκία δεν πρόκειται να «διαφημίσει» τις ικανότητες του νέου αεροπλάνου, ούτε θα κάνει με αυτό παραβιάσεις, ώστε οι Έλληνες πιλότοι να γνωρίσουν δυνατότητες και αδυναμίες. Έτσι, η ΠΑ θα έχει πλήρη άγνοια για το τι πραγματικά αντιπροσωπεύει επιχειρησιακά το F-35, το οποίο είναι ένα αεροπορικό μέσο πρώτου κτυπήματος και έτσι θα παραμείνει.

Αναμφισβήτητα, επομένως, και με δεδομένο το ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να παραγγείλει είτε F-35 είτε κάποιο άλλο αεροσκάφος που θα μπορούσε να διαθέτει ανάλογες δυνατότητες εξαιτίας των  γνωστών οικονομικών προβλημάτων, οι μόνες διορθωτικές κινήσεις στις οποίες θα μπορούσε να καταφύγει είναι η εξεύρεση λύσεων εντοπισμού του.

Ο ορισμός ‘‘stealth’’ δεν αφορά τη χρήση μίας μεμονωμένης τεχνολογίας, αλλά αποτελεί ένα συνδυασμό τεχνολογιών που εφαρμόζονται για την επίτευξη χαμηλού ίχνους παρατηρησιμότητας, καθώς σήμερα καμία μεμονωμένη τεχνική δεν μπορεί να εξασφαλίσει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ωστόσο, η πρόοδος της αμερικανικής τεχνολογίας στον τομέα αυτόν με τον σχεδιασμό και την επιχειρησιακή χρήση των

 F-117A/B-2/F-22 και μελλοντικά του F-35 JSF είναι δεδομένη. Εκτιμάται ότι τα ανωτέρω μαχητικά επιτυγχάνουν μείωση της «ηχούς ραντάρ» (RCS Radar Cross Section) σε επίπεδα από 0.01 έως 0.0001 τ.μ.

Σύμφωνα όμως με μη διασταυρωμένες πληροφορίες, εκτιμάται ότι τη χαμηλότερη επίδοση την επιτυγχάνει το F-22 Raptor στο επίπεδο των 0.0001-0.0002 τ.μ., ενώ το F-35 κυμαίνεται στα 0.0015 τ.μ.

Από την άλλη μεριά, θεωρείται ότι παρέχει χαμηλότερο RCS ακόμη και από το F-117A, το οποίο εκτός από «πρόγονος» όλων των σημερινών stealth σχεδιάσεων είναι και ένα αεροσκάφος που αναπτύχθηκε με κυρίαρχο σκοπό τη μείωση του Η/Μ ίχνους, αλλά με τους περιορισμούς που είχαν οι ηλεκτρονικοίν υπολογιστές την εποχή της σχεδίασής του. Πιθανολογείται πάντως ότι στα «εξαγωγικά» F-35 η «ηχώ ραντάρ» θα κυμαίνεται σε υψηλότερα επίπεδα, για ευνόητους λόγους.

Συγκριτικά αναφέρουμε ότι το τυπικό RCS των μαχητικών αεροσκαφών κυμαίνεται –ανάλογα με το μέγεθός τους– μεταξύ 2 και 6 τ.μ. (κεκλιμένη όψη), των ελικοπτέρων σε 3 τ.μ., των συμβατικών πυραύλων με πτέρυγες σε 0.1 τ.μ., ενός μεγάλου αεροσκάφους πολιτικών αερογραμμών σε 40 τ.μ., των πτηνών σε 0.01 τ.μ. και των εντόμων σε 0.0001!

Η διατομή του ραντάρ και οι μέθοδοι μείωσης του RCS είναι μία μεταβλητή της μέγιστης εμβέλειας του ραντάρ. Η μέγιστη εμβέλεια συναρτάται από την 4η τετραγωνική ρίζα του RCS.

Συνεπώς, για ένα ραντάρ εναέριας επιτήρησης όπως το HADR HR-3000 που διαθέτει η ΠΑ και λειτουργεί στην S ζώνη συχνοτήτων, η εμβέλεια εντοπισμού για στόχο 1 τ.μ. φθάνει τα 320 χλμ.

Η μείωση του RCS στα επίπεδα του 0.1 τ.μ. θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της εμβέλειας σε 176 χλμ. και περαιτέρω στα 97 χλμ. για στόχο με RCS 0.01 τ.μ.! O αντικειμενικός στόχος της μείωσης του RCS του  αεροσκάφους είναι λοιπόν η μείωση της εμβέλειας αποκάλυψής του στα ραντάρ του αμυνόμενου.

Αυτό έχει ως συνέπεια τη μείωση του χρόνου αντίδρασης του δικτύου αεράμυνας που θα ενημερωθεί για το εχθρικό ίχνος, όταν αυτό θα προσεγγίσει τον στόχο σε μικρή εμβέλεια και θα έχει ήδη προχωρήσει στην άφεση των όπλων του από ασφαλή απόσταση, ή ενδεχομένως δεν θα ενημερωθεί ποτέ για τον αντίπαλο που έχει εισέλθει στον χώρο ευθύνης του.

Επιπλέον, η μείωση του RCS και η μείωση του λόγου S/N σήματος/θορύβου (Signal to Noise) έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ακρίβειας ιχνηλάτησης στην περίπτωση που το αεροσκάφος γίνει αντιληπτό από τα ραντάρ αεράμυνας.

Έτσι, γίνεται ιδιαίτερα δύσκολος ο «εγκλωβισμός» και η «εμπλοκή» του στόχου από τα αντιαεροπορικά συστήματα του αμυνομένου που χρησιμοποιούν καθοδήγηση μέσω ραντάρ ή τα ραντάρ των μαχητικών αναχαίτισης.

Στην πραγματικότητα, τα μόνα συστήματα που εξασφαλίζουν ικανή πιθανότητα εντοπισμού σε αποδεκτή εμβέλεια είναι τα πολυστατικά ραντάρ χαμηλών συχνοτήτων και τα οποία δεν απαιτούν τη «συνεργασία» του στόχου.

Στη «μάχη» κατά των αεροσκαφών stealth χρησιμοποιούνται εκτεταμένα και συστήματα SIGINT (Signal Intelligence) ή ESM όπως τα Tamara MCS-93 και VERA-E από την Τσεχία ή το νεορωσικό Kolchuga.

Ανάλογη προσπάθεια γίνεται με την ανάπτυξη συστημάτων ραντάρ παθητικού εντοπισμού PCLS (Passive Coherent Location System) όπως το Silent Sentry της Lockheed Martin.

Τα συστήματα PCLS αξιοποιούν «μη συνεργαζόμενους πομπούς» ή και ίδιους πομπούς σε συνδυασμό με «απομακρυσμένους δέκτες» κατά τα πρότυπα των πολυστατικών ραντάρ. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιούν το φαινόμενο μετατόπισης ντόπλερ που παράγεται  από σήματα που δημιουργούνται όταν τα αεροσκάφη φωτίζονται από τους πομπούς εκπομπών ραδιοφωνίας (FM), τηλεόρασης, κινητών τηλεφώνων, φορητών Η/Υ κτλ.

Στη Δύση, η χρήση συστημάτων SIGINT σε δίκτυα αεράμυνας δεν είναι συνηθισμένη, αλλά στην Ανατολική Ευρώπη ήταν και είναι αρκετά διαδεδομένη. Πρόκειται για συστήματα που παρέχουν εμβέλεια ανάλογη ή και μεγαλύτερη από τα επίγεια ραντάρ αεράμυνας μεγάλης εμβέλειας και δυνατότητα παρακολούθησης αρκετών ιχνών.

Το MCS-93 και το VERA-E παρέχουν μέγιστη εμβέλεια της τάξης των 450 χλμ., και το Kolchuga της τάξης των 600 χλμ.! To τελευταίο κατασκευάζεται σε εργοστάσιο που βρίσκεται στις περιοχές της Νέας Ρωσίας που αποσχίσθηκαν από την Ουκρανία.

Ωστόσο, στηρίζονται στη «συνεργασία» του στόχου, αφού ο εντοπισμός του αεροσκάφους επιτυγχάνεται μέσω του εντοπισμού συστημάτων που χρησιμοποιούνται από το αεροσκάφος και παράγουν οποιαδήποτε μορφής εκπομπή, όπως συστήματα IFF, TACAN, συστήματα επικοινωνιών κ.ά. Εάν όμως το αεροσκάφος επιχειρεί σε πλήρη σιγή αισθητήρων, ο εντοπισμός του είναι αδύνατος.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ραντάρ OTHR είναι το Jindalee της Αυστραλιανής Αεροπορίας (RAAF). Πρόκειται για διστατικό ραντάρ HF OTH-B (Backscatter: οπισθοσκέδασης) που αξιοποιεί την ιδιότητα της ιονόσφαιρας να αντανακλά σήματα που έχουν ήδη «αποσταλεί» σε αυτήν τη συχνότητα και δεν επιτρέπει τα σήματα αυτά  να διαχυθούν στο διάστημα. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η αντανάκλαση δεν είναι σταθερή, ενώ στο φάσμα αυτό επιδρά και η φυσική ακτινοβολία.

Το φαινόμενο αυτό επιτρέπει την επίτευξη εμβέλειας μεγαλύτερης των 2.000 χλμ. αλλά με ελάχιστη εμβέλεια που φθάνει τα 1.000 χλμ. Η σχεδίαση του Jindalee που συγκροτεί το δίκτυο JORN (Jindalee Operational Radar Network) ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 και η πρώτη επιχειρησιακή μονάδα στήθηκε το 1992 στη θέση Alice Springs που λειτούργησε και ως «πειραματική» για την συνέχιση της ανάπτυξης.

Το Jindalee λειτουργεί στη συχνότητα των 10MHz με μήκος κύματος 30 μ. και επιτυγχάνει εμβέλειες μεταξύ 1.000-3.000 χλμ. για αεροσκάφη και σκάφη επιφανείας με ανάλυση εμβέλειας της τάξεως των 20-40 χλμ.

Το υποσύστημα εκπομπής περιλαμβάνει 28 στοιχεία με ισχύ 20Kw έκαστο. Το υποσύστημα λήψης στη θέση Longreach χρησιμοποιεί 480 στοιχεία λήψης μήκους 3 χλμ. και στη θέση Laverton 960 στοιχεία λήψης μήκους 6 χλμ.

Στην πρώτη θέση χρησιμοποιείται μία διάταξη εκπομπής μήκους 0, 4 χλμ. και καλύπτει τομέα 90 μοιρών, ενώ στη δεύτερη θέση είναι μήκους 0,8 χλμ. και καλύπτει τομέα 180 μοιρών.

Πρόκειται για διστατικά ραντάρ όπου στη θέση Longreach ο πομπός απέχει από τον δέκτη 100 χλμ. και στη θέση Laverton η απόσταση αυτή φθάνει τα 85 χλμ. Η ανωτέρω απόσταση καθορίζεται ώστε να μην υπάρχουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ των στοιχείων εκπομπής και λήψης.

Ανάλογα ραντάρ χρησιμοποιούν οι ΗΠΑ (AN/FPS-118 ΟΤΗ-Β και AN/TPS-71 ROTHR Relocatable OTHR), όπως και η Κίνα και η Ρωσία. Λόγω του μεγέθους και του κόστους τους, αλλά και του απαιτούμενου γεωγραφικού βάθους ώστε να αξιοποιηθούν επαρκώς, δεν είναι ρεαλιστικό να υποστηρίξει κανείς ότι ανάλογα συστήματα θα μπορούσαν να δώσουν λύσεις στην ΠΑ.

Ήδη ερευνάται η ανάπτυξη μικρότερων ραντάρ με μικρότερο μέγεθος και «ηπιότερες» επιδόσεις αλλά με υψηλή αποτελεσματικότητα σε στόχους stealth. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η τεχνολογία αξιοποίησης του φαινομένου κύματος επιφανείας (Surfaceave) στις υψηλές συχνότητες (HF) στα ραντάρ OTH-SW. Τα OTH-B, ωστόσο, παρουσιάζουν υψηλότερες επιδόσεις εμβέλειας και κάλυψης.

Το σήμα HF, προσαρμοσμένο σε μία αγώγιμη επιφάνεια, όπως η θάλασσα και σε μικρότερο βαθμό η ξηρά, μπορεί να φθάσει σε μεγάλη εμβέλεια και να δώσει πληροφορίες για εναέριους, επίγειους  και ναυτικούς στόχους όπως για παράδειγμα η εκτόξευση ενός βλήματος TBM. Συνεπώς, θα ήταν χρήσιμα όχι μόνο για τους σκοπούς της ΠΑ, αλλά και για τη ναυτική επιτήρηση μεγάλης εμβέλειας, άμυνας ATBM κ.ά.

Στην πρώην Ανατολική Ευρώπη προσφέρονται ήδη συμπαγή ΟΤΗ-SW που μπορούν να αξιοποιηθούν επιχειρησιακά ή και ως βάση προτύπου σε κάποιο ενδεχόμενο ελληνικό ερευνητικό πρό-γραμμα με την συμμετοχή της ΠΑ και ανώτατων ιδρυμάτων με απώτερο σκοπό την παραγωγή ενός ανάλογου συστήματος.

Το νεορωσικό Kolchuga είναι ένα μεταφερόμενο ραντάρ OTH-SW που λειτουργεί στις HF (18-25 MHz ή 6-24MHz) ανάλογα με την έκδοση. Πρόκειται για διστατικό ραντάρ με απόσταση μεταξύ του πομπού και του δέκτη 3-12 χλμ.

Προσφέρεται σε δύο εκδόσεις ανάλογα με την απαιτούμενη εμβέλεια και χρησιμοποιεί δέκτη μήκους 330 μ. και ύψους 64,6 μ. για την έκδοση μικρής εμβέλειας ή 640 μ. με ίδιο ύψος για την έκδοση μεγάλης εμβέλειας.

Ο πομπός αποτελείται από οκτώ κάθετες κεραίες. Παρέχει χρόνο εντοπισμού 10-60 δεύτερα για αεροσκάφη και 100-300 δεύτερα για  σκάφη επιφανείας και δυνατότητα παρακολούθησης 50 εναέριων και 100 στόχων επιφανείας. Για στόχο διατομής 0, 78 τ.μ. παρέχει εμβέλεια 60 χλμ. όταν αυτός πετά σε ύψος 10-100 μ. και 120 χλμ.. όταν αυτός πετά σε ύψος 100 μ. έως 10 χλμ.

Όπως ήδη προαναφέραμε, το RCS του ιδίου στόχου στα HF είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο στις μικροκυματικές συχνότητες.

Φυσικά, παρέχεται πάντα η δυνατότητα απόκτησης μονοστατι-κών ραντάρ που λειτουργούν σε χαμηλές συχνότητες και είναι κινητά, όπως το Type 408C της Κίνας ή τα ρωσικά 55G6-UENebo-U και 556G-1 Nebo, τα οποία λειτουργούν στα VHF (180-220 MHz), και για τα οποία ο κατασκευαστής υποστηρίζει ότι μπορούν να επιτύχουν ικανοποιητικές επιδόσεις σε στόχους χαμηλής παρατηρησιμότητας, ενώ για στόχους με μέγεθος μαχητικού παρέχουν μέγιστη  εμβέλεια 300 χλμ. για στόχο σε ύψος 10 χλμ. και 65 χλμ. για στόχο που πετά σε ύψος 500 μ.

To Σύστημα Αεροπορικού Ελέγχου της ΠΑ αποτελείται σήμερα από ένα δίκτυο σύγχρονων 3D ραντάρ διάταξης φάσης που λειτουργούν σε μικροκυματικές συχνότητες (RAT-31DL, S-743D, HR-3000, AN/TPS-70 και AR-327 Commander), αλλά και τα ΑΣΕΠΕ EMB-145H.

Θα απαιτηθούν, ωστόσο, προσθήκες διστατικών ραντάρ HF ή και μονοστατικών ραντάρ VHF ώστε να αντιμετωπιστεί η νέα απειλή και ενδεχομένως συστημάτων SIGINT εναέριας επιτήρησης.

Τα συστήματα SIGINT θα είναι χρησιμότερα στη 2η φάση επιχειρήσεων, όταν τα αεροσκάφη stealth θα επιχειρήσουν ενεργοποιώντας τους αισθητήρες τους και  μεταφέροντας εξωτερικά φορτία, αλλά και στην 1η φάση θα αποθαρρύνουν τα αεροσκάφη επίθεσης από την ενεργοποίηση οποιασδήποτε συσκευής και κυρίως τη χρήση συσκευών πλοήγησηςκαι επικοινωνιών. Οι προσθήκες αυτές θα πρέπει να έχουν αποφασισθεί έως το2011, ώστε έγκαιρα να εισέλθουν σε επιχειρησιακή λειτουργία όταν θα φθάσουν τα πρώτα F-35A.

Οι προσθήκες αυτές δεν αφορούν την ολοκληρωτική «αναμόρφωση» του Σ.Α.Ε. που παραμένει σύγχρονο, αλλά την επιβίωσή του στην πρώτη φάση εμπλοκής και την έγκαιρη αντιμετώπιση του «πρώτου πλήγματος» που θα έχει τη μορφή αποστολών SEAD/DEAD από αεροσκάφη F-35A με στόχο την «απονεύρωση» βασικών στοιχείων του Σ.Α.Ε. και των αντιαεροπορικών συστημάτων μεγάλης εμβέλειας (HSAM).

Τα αεροσκάφη αυτά θα πετάξουν προς τον στόχο, τηρώντας σιγή αισθητήρων, με εσωτερικά μόνο φορτία χωρίς να επιχειρούν σε «πακέτο» με μαχητικά συνοδείας (SEAD escort) τα  οποία μπορεί να «προδώσουν» την αποστολή.

Τα μαχητικά της Τ.Α. θα εκτελούν πιθανώς αποστολή Sweep επικουρούμενα από αεροσκάφη εναέριου εφοδιασμού (επιθετική αποστολή CAP στον εχθρικό εναέριο χώρο) τηρώντας στάση αναμονής σε περίπτωση που απειληθούν τα αεροσκάφη που θα εκτελούν την αποστολή SEAD/DEAD.

Θα προηγηθεί πλήρης καταγραφή της ηλεκτρονικής διάταξης μάχης της ελληνικής αεράμυνας (EOB Electronic Order of Battle) από άλλα αεροσκάφη.

Τα ραντάρ επιτήρησης που θα αποκτηθούν θα πρέπει έγκαιρα να προειδοποιήσουν για την επερχόμενη απειλή. Παρά το γεγονός ότι θα διασυνδεθούν με το Σ.Α.Ε. μέσω ζεύξεων Link1/11B, δεν θα μπορούν να παρέχουν ίχνη προς εμπλοκή στα HSAM με τη μορφή «απομακρυσμένων σττόχων» (remote tracks), καθώς τα ανωτέρω συστήματα δεν επιτυγχάνουν υψηλά επίπεδα ακρίβειας.

Ωστόσο, οι διοικητές των HSAM θα ενημερωθούν για την επερχόμενη απειλή ώστε ενδεχομένως να διακόψουν τις εκπομπές των αισθητήρων τους ή να επιδιώξουν ταχεία μετακίνηση (εάν είναι εφικτή χρονικά) ή απόκρυψη ή την ενεργοποίηση των συστημάτων SHORADS. Κυριότερος στόχος είναι η έγκαιρη ενημέρωση των αεροκαφών readiness ή των αεροσκαφών που εκτελούν αποστολή CAP, ώστε να σπεύσουν στην περιοχή έχοντας μία αρχική εκτίμηση για τη θέση του στόχου.

Ο εντοπισμός του των τουρκικών F-35 μπορεί να γίνει οπτικά ή με χρήση του ραντάρ των αεροσκαφών σε μικρή απόσταση, ή συστημάτων IRST. Στη φάση αυτή, το αεροσκάφος αναχαίτισης διατηρεί το πλεονέκτημα καθώς ο επιτιθέμενος κινείται «τυφλά» προς τον στόχο χωρίς επικοινωνίες και με κλειστό ραντάρ και διαθέτει μόλις δύο βλήματα BVR AIM-120C σε εσωτερικό φορέα, τα οποία ωστόσο είναι χρήσιμα μόνο όταν το ραντάρ του είναι σε λειτουργία.

H «ενεργοποίηση» του επιτιθέμενου για λόγους αυτοάμυνας, ισοδυναμεί με «αποκάλυψή» του και τροποποίηση των υπόλοιπων συστημάτων (ραντάρ, HSAM κ.ά.). Η μεγαλύτερη απειλή για τα αεροσκάφη αναχαίτισης είναι τα εχθρικά μαχητικά που εκτελούν αποστολή Sweep.

Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της απειλής αναμένεται να παίξουν τα συστήματα SHORADS τα οποία διαθέτουν Ε/Ο συστήματα επαρκή για τον εντοπισμό και εμπλοκή του στόχου και μπορούν να αντιμετωπίσουν αεροσκάφη ή και βλήματα αέρος-επιφανείας που έχουν βληθεί από ασφαλή  απόσταση (stand off).

Τα συστήματα αυτά θα πρέπει να λειτουργούν διασυνδεμένα και σε μικρή απόσταση με τα συστήματα HSAM για την καλύτερη προστασία τους (CrotaleNG/GR και PATRIOT PAC3, TORM1 και S-300PMU-1).

Ενδεικτικά, το Crotale NG/GR διαθέτει: α) Τηλεοπτική κάμερα τύπου MASCOT τύπου CCD με πεδίο οράσεως 2,4 x 1,80 (αζιμούθιο, ανύψωση) και εμβέλεια 15 χλμ. και β) θερμική κάμερα Catherine GP (General Purpose) που λειτουργεί στο φάσμα 8-12 μm.

Η Catherine GP παρέχει ευρύ πεδίο οράσεως 9 x 6,70 και στενό τις 3 x 2,20 και δυνατότητα μεταβολής εστιακού επιπέδου (zoom x 2) στις 1,5 x 1,10.

Σε διαμόρφωση έρευνας στο στενό πεδίο οράσεως, η νέα συσκευή παρέχει εμβέλεια εντοπισμού μαχητικού που φθάνει τα 22 χλμ. και τα 17 χλμ. για ελικόπτερο. Τα TORM1 μειονεκτούν καθώς δεν διαθέτουν υπέρυθρη κάμερα παρά μόνο τηλεοπτική και θα πρέπει να υπάρξει σχετική πρόβλεψης.

Το σύστημα αεράμυνας της ΠΑ χρειάζεται να αναβαθμιστεί προς την κατεύθυνση των απειλών stealth, οι οποίες μέσα στην επόμενη δεκαετία θα αναμένεται να κυριαρχήσουν ως οπλικά συστήματα στο πεδίο της μάχης.

Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ